-
1 восторжествовать
восторжествовать θριαμβεύω· справедливость \восторжествоватьла το δίκαιο θριάμβεψε* * *справедли́вость восторжествова́ла — το δίκαιο θριάμβεψε
См. также в других словарях:
θριαμβεύω — θριάμβεψα και θριάμβευσα 1. πετυχαίνω κάτι εξαιρετικό, μεγαλουργώ: Θριάμβεψε στις εξετάσεις. 2. νικώ: Στις εκλογές θριάμβευσε ο υποψήφιος του δημοκρατικού κόμματος. – Το δίκαιο τελικά θα θριαμβεύσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)